Ανησυχία στις ΗΠΑ από την κινεζική υπερπαραγωγή αλουμινίου που επηρεάζει τους εργαζόμενους στον κλάδο
Άρθρο του περιοδικού Economist για τις συνέπειες στην αμερικανική βιομηχανία αλουμινίου του φαινομένου της κινεζικής υπερπροσφοράς, που επηρεάζει τις διεθνείς τιμές του μετάλλου και τις εξαρτώμενες από αυτό θέσεις εργασίας, αλλά και για την ανάληψη άμεσης πολιτικής δράσης από πλευράς της κυβέρνησης των ΗΠΑ.
Η διαδικασία χύτευσης του αλουμινίου είναι μια εξαιρετικά κοπιώδης εργασία. Στο εσωτερικό των εγκαταστάσεων της Century, μιας βιομηχανίας παραγωγής αλουμινίου στην πόλη Hawesville των ΗΠΑ, η θερμοκρασία φθάνει σε τέτοια ύψη που οι εργαζόμενοι αισθάνονται δροσιά βγαίνοντας έξω στον καυτό καλοκαιρινό ήλιο. Ο διευθυντής της μονάδας Dennis Harbath επιβλέπει το σύνολο της παραγωγικής διαδικασίας και εκφράζει την ανησυχία του για τους εργαζομένους στη βιομηχανία, καθώς, όπως επισημαίνει, είναι «πνευματικά καταβεβλημένοι».
Η πηγή του άγχους, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι «ένας μουντζουρογραμμένος αριθμός με λευκή κιμωλία πάνω σε έναν τοίχο», δηλαδή η διαπραγματευόμενη τιμή του τόνου αλουμινίου στο Χρηματιστήριο Μετάλλων του Λονδίνου (LME), την οποία οι εργαζόμενοι παρακολουθούν στενά μέσω των κινητών τους τηλεφώνων, ενώ ακόμη και οι σύζυγοί τους τους ρωτούν συχνά και εναγωνίως για την εξέλιξη/διακύμανσή της. «Είναι πάρα πολύ δύσκολο να συντηρείς μια οικογένεια ζώντας υπό τον διαρκή φόβο του LME» αναφέρει ένας εξ αυτών.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του τοπικού εργατικού σωματείου Andy Meserve, μέχρι και πριν από μερικά χρόνια οι εργαζόμενοι δεν ασχολούνταν ιδιαιτέρως με την εξέλιξη των τιμών. Αυτό, όμως, άλλαξε από το 2015 και έπειτα, όταν η τιμή του αλουμινίου κατρακύλησε κάτω από τα 1.500 δολάρια ο τόνος, ωθώντας τη Century να διακόψει το 60% των παραγωγικών της λειτουργιών και να απολύσει εκατοντάδες εργαζομένους της μονάδας. Έκτοτε, έχει επηρεαστεί το σύνολο του κλάδου στις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή από τα πέντε εναπομείναντα χυτήρια αλουμινίου σε πλήρη παραγωγική διαδικασία να λειτουργούν μόνο τα δύο. Σημειωτέον ότι το 2011 ο συνολικός αριθμός των χυτηρίων αυτών ανερχόταν σε 14.
Οι κατακόρυφες πτώσεις στις αγορές πρώτων υλών συνιστούν διαχρονικό χαρακτηριστικό τους γνώρισμα. Η απότομη μείωση της αμερικανικής πρωτογενούς παραγωγής μπορεί να δημιουργήσει μια μακροπρόθεσμη τάση προς το ανακυκλωμένο αλουμίνιο. Με τον άνθρακα να αποτελεί τον τροφοδότη της βιομηχανικής διαδικασίας παραγωγής αλουμινίου, οι εργαζόμενοι του κλάδου παραπονιούνται ότι η περιβαλλοντική νομοθεσία τους στραγγαλίζει. Ωστόσο, ο D. Harbath θεωρεί πως κάτι ύποπτο συμβαίνει. «Για ποιο λόγο η μονάδα μου πρέπει να περικόψει την παραγωγική της ικανότητα, όταν το κόστος ενέργειας είναι μικρότερο απ’ ό,τι στην Κίνα;» διερωτάται.
Κατά τον ίδιο, βέβαια, υποψίες προκαλεί, επίσης, η κυβερνητική πολιτική του Donald Trump. Στις 26 Απριλίου ο αμερικανός πρόεδρος υπέγραψε ένα εκτελεστικό μνημόνιο για την έναρξη έρευνας που θα εξετάσει τις συνέπειες της εισαγωγής προϊόντων αλουμινίου από χώρες του εξωτερικού στην εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ, με σκοπό τη θωράκιση του σημαντικού αυτού κλάδου για την αμερικανική οικονομία από αθέμιτες διεθνείς εμπορικές πρακτικές και άλλων ειδών καταχρήσεις. Η αμερικανική Ένωση Αλουμινίου γνωστοποίησε τις θέσεις και τα παράπονά της, στο πλαίσιο δημόσιας ακρόασης που πραγματοποιήθηκε στο Υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ, καθώς οι ανησυχίες έχουν βάσιμο λόγο ύπαρξης.
Η κινεζική κυβέρνηση χορηγεί φθηνά δάνεια στις εγχώριες βιομηχανίες αλουμινίου, ενθαρρύνοντας την παραγωγή πλεονάζουσας ποσότητας προϊόντος. Έτσι, η κινεζική παραγωγή έχει εκτιναχθεί στα ύψη τα τελευταία χρόνια, ενώ είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι από τη στιγμή που η Κίνα εντάχθηκε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (2001) έως σήμερα η αναλογία της στην παγκόσμια παραγωγή αλουμινίου αυξήθηκε από το 14% αρχικά στο 54% (στοιχεία 2016).
Το μέγεθος της κινεζικής παραγωγής αλουμινίου της επιτρέπει να ασκεί ισχυρότατη επίδραση στη διαμόρφωση της παγκόσμιας τιμής του μετάλλου, η οποία κατακρημνίστηκε το 2015, όταν η εγχώρια ζήτηση δεν κατόρθωσε να συμβαδίσει με τα τεράστια επίπεδα προσφοράς (παραγωγής) του προϊόντος. Δεδομένης της πιθανότητας απώλειας εκατομμυρίων θέσεων εργασίας στην Κίνα, η δυνατότητα εξαγωγής της πλεονάζουσας αυτής ποσότητας σε άλλες χώρες ευνοεί τη συνέχιση των έως τώρα ισχυουσών πολιτικών της κινεζικής κυβέρνησης παρά τον περιορισμό τους. Κατά την εκτίμηση αναλυτών της Bank of America Merrill Lynch, το ενδεχόμενο μη μελλοντικής μείωσης των επιπέδων παραγωγής θα έχει οδηγήσει μέχρι το 2020 την παγκόσμια αγορά αλουμινίου σε αύξηση της υπερπροσφοράς κατά 8%.
Στο πλαίσιο αυτών των συνθηκών, η αμερικανική κυβέρνηση προσπαθεί να υιοθετήσει μια αποφασιστική στάση, καθώς η κρατική πρωτοβουλία για έναρξη της σχετικής έρευνας ενεργοποιεί το Τμήμα 232 του Νόμου περί Εμπορικής Εξάπλωσης του 1962, που επιτρέπει στον αμερικανό πρόεδρο να επιβάλλει εμπορικούς περιορισμούς, εφόσον κρίνει ότι κάποιες εισαγωγές απειλούν την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Όταν οι εργαζόμενοι της μονάδας του Hawesville ενημερώθηκαν για την πρωτοβουλία του D. Trump, ενθουσιάστηκαν και τους δημιουργήθηκε η αισιοδοξία πως θα αποκατασταθούν οι χαμένες θέσεις εργασίας στο εργοστάσιο, ενώ παράλληλα τους φάνηκε απόλυτα λογική η διασύνδεση μεταξύ της αμερικανικής βιομηχανίας αλουμινίου και της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ.
Ο υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ Wilbur Ross ανέφερε τότε ότι πλέον στη χώρα λειτουργεί μόνο ένα χυτήριο παραγωγής υψηλής καθαρότητας αλουμινίου –δηλαδή του ειδικού εκείνου τύπου μετάλλου που καλύπτει τις ανάγκες των εθνικών ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ– και αυτό είναι της πόλης του Hawesville. Οι D. Harbath και A. Meserve μιλούν πάντοτε με υπερηφάνεια για το υψηλής καθαρότητας αλουμίνιό τους. Ένα πολύ μικρό κομμάτι άλλου μετάλλου, μεγέθους ενός παιδικού δαχτύλου, είναι σε θέση να χαλάσει τη σύνθεση του μείγματος μιας δεξαμενής αλουμινίου, μεγέθους μιας μικρής πισίνας. Αναφερόμενος στη διαδικασία παραγωγής του αλουμινίου στο εργοστάσιό του, ο D. Harbath υποστηρίζει με πάθος ότι «είναι σαν να παντρεύεις την τέχνη με την επιστήμη».
Τόσο ο ίδιος όσο και ο A. Meserve εκφράζουν την ανησυχία τους για το γεγονός ότι ο ξένος ανταγωνισμός συνθλίβει τη ζήτηση για το αμερικανικό αλουμίνιο. Τα κλειστά χυτήρια χρειάζονται περισσότερο από ένα χρόνο για να επανεκκινήσουν τη δραστηριότητά τους και στην πραγματικότητα λίγα το καταφέρνουν εν τέλει. Από τους απολυμένους εργαζόμενους της μονάδας του Hawesville τον Οκτώβριο του 2015 συνολικά 200 μπήκαν σε μια λίστα υπενθύμισης, έτοιμοι να γυρίσουν στις θέσεις τους, εφόσον η μονάδα ξαναέμπαινε σε πλήρεις παραγωγικούς ρυθμούς. Αυτή τη στιγμή έχουν απομείνει στη λίστα μόνο οι 112 και οι 88 είτε έχουν συνταξιοδοτηθεί είτε έχουν ακολουθήσει άλλα επαγγέλματα. Εφόσον δεν έχουν απομείνει κανένα αμερικανικό χυτήριο ανοιχτό, οι εργαζόμενοι προειδοποιούν πως οι ξένοι θα χρεώνουν όσο θέλουν για το προϊόν τους.
Ωστόσο, μερίδα αναλυτών αντιμετωπίζουν με επιφυλακτικότητα την πολιτική του προέδρου Trump απέναντι στο ζήτημα. Ειδικοί σε θέματα εμπορίου των ΗΠΑ επισημαίνουν με ανησυχία ότι η έμφαση στην εθνική ασφάλεια αποτελεί ένα προπέτασμα καπνού πίσω από το οποίο κρύβεται ο προστατευτισμός. Την επομένη της ανακοίνωσης της έναρξης της έρευνας από τον D. Trump, η Harbor Aluminum, σύμβουλος της αμερικανικής βιομηχανίας αλουμινίου, προέβη στην εκτίμηση ότι παρά το γεγονός πως οι ΗΠΑ παράγουν το ένα τρίτο των εμπορικών τους αναγκών σε αλουμίνιο η προμήθεια ποσοτήτων στο αμερικανικό Υπουργείο Άμυνας υπερβαίνει κατά το τριπλάσιο τις πραγματικές του ανάγκες.
Η αμερικανική Ένωση Αλουμινίου, από την πλευρά της, χαιρέτισε την έναρξη της έρευνας, ενώ αναφέρθηκε, επίσης, στις πιθανές επιπτώσεις που μπορεί να υπάρξουν σε ολόκληρη την αλυσίδα αξίας του αλουμινίου, καθώς η οποιαδήποτε επιβολή δασμού ή, γενικά, λήψη μέτρου που οδηγεί στην αύξηση της τιμής του αλουμινίου θα πλήξει το σύνολο των επαγγελματιών του κλάδου, που αυτή τη στιγμή εξαρτώνται από τη χαμηλή τιμή του μετάλλου και την ισχυρή ζήτηση της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Ειδικότερα, υφίσταται σοβαρό πρόβλημα όσον αφορά την κινεζική πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα και τα διαθέσιμα εργαλεία αντιμετώπισής της από την αμερικανική κυβέρνηση. Ο αμερικανός πρόεδρος θα μπορούσε να επιβάλλει δασμούς ή πλαφόν στις εισαγωγές αλουμινίου, αλλά σχεδόν το ήμισυ των εισαγωγών των ΗΠΑ σε αλουμίνιο προέρχεται από τον Καναδά και μόνο το 6% από την Κίνα. Εντούτοις, δεν υπάρχει ιδιαίτερη πρόθεση από πλευράς της αμερικανικής βιομηχανίας αλουμινίου να «χτυπηθούν» οι Καναδοί. Η επιβολή δασμού και περιορισμού εισαγωγής στο καναδικό αλουμίνιο θα προσέφερε μια πρόσκαιρη ανακούφιση στους αμερικανούς παραγωγούς αλουμινίου, αλλά δεν θα συνιστούσε ένα αποτελεσματικό μέτρο έναντι της Κίνας.
Η κυβέρνηση του Barack Obama είχε υιοθετήσει μια αμεσότερη λύση. Λίγο προτού λήξει η θητεία της κατήγγειλε στον Παγκόσμιο Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) την Κίνα, καταθέτοντας τη σχετική υπόθεση με τις παράνομες κρατικές επιχορηγήσεις, που δίνονται από την κινεζική κυβέρνηση προς τις εγχώριες επιχειρήσεις παραγωγής αλουμινίου. Η δικαίωση της αμερικανικής πλευράς έφερε την Κίνα αντιμέτωπη με το δίλημμα να αποφασίσει είτε τη διακοπή των επιχορηγήσεων είτε την αναγκαστική αποδοχή των ανταποδοτικών κυρώσεων του ΠΟΕ. Παρόλο που η συγκεκριμένη ενέργεια της προηγούμενης αμερικανικής κυβέρνησης έχει αποσπάσει τη γενική επιδοκιμασία των ειδικών σε θέματα εμπορίου των ΗΠΑ και της αμερικανικής βιομηχανίας αλουμινίου, έχει αποδώσει στην πραγματικότητα ελάχιστους καρπούς έως τώρα.
Οι κινεζικές αρχές, από την πλευρά τους, έχουν εκδώσει επίσημες οδηγίες προκειμένου να διακοπεί η πλεονάζουσα παραγωγή αλουμινίου δίχως, όμως, αυτό να έχει οδηγήσει ακόμη σε έμπρακτα αποτελέσματα. Οι εξαγωγές ημιεπεξεργασμένων προϊόντων αλουμινίου από την Κίνα έχουν σημειώσει ραγδαία αύξηση κατά το τρέχον έτος. Έτσι, εκφράζονται ανησυχίες πως οι εν λόγω εξαγόμενες ποσότητες αποτελούν εσφαλμένως ταξινομημένα ακατέργαστα προϊόντα αλουμινίου –ή ελαφρώς/οριακώς επεξεργασμένα προς αποφυγή του εξαγωγικού φόρου 15% που ισχύει για την Κίνα– που συνδέονται άμεσα με το φαινόμενο της πλεονάζουσας παραγωγής αλουμινίου, η οποία διαχέεται κατ’ αυτόν τον τρόπο στις παγκόσμιες αγορές.
Στη βιομηχανική μονάδα του Hawesville το προσωπικό διακατέχεται από αβεβαιότητα σχετικά με τις επόμενες κινήσεις του προέδρου Trump στο συγκεκριμένο ζήτημα, ενώ ο A. Meserve πιστεύει πως ο ΠΟΕ θα μπορούσε να συμβάλλει στην επίλυση του προβλήματος με έναν πιο διπλωματικό τρόπο, καθώς τηρεί μια απαρέγκλιτη στάση, που συνίσταται στην επιθυμία του περί «μη προνομιακής μεταχείρισης κανενός και ανταγωνισμού επί ίσοις όροις». Παρόλ’ αυτά, οι εργαζόμενοι της μονάδας θεωρούν πως, τουλάχιστον, η διατήρηση του θέματος στην επικαιρότητα και ψηλά στη δημόσια ατζέντα βοηθά καταλυτικά.